-
1 φθινύθω
-
2 αἰών
αἰών, ῶνος, ὁ, fem. Il. 22, 58; Hes. Sc. 331; Simonid. 92 (VII, 515); Pind. P. 4, 186; Eur. Phoen. 1484, u. einzeln bei a. D.; 1) Zeit, bes. a) Lebenszeit, Leben, Hom. τὸν λίπῃ ψυχή τε καὶ αἰών Il. 16, 453, allein 5, 685; ἐκ δ' αἰὼν πέφαται Iliad. 19, 27; ἀπ' αἰῶνος νέος ὤλεο 24, 725, du starbest jung; μηδέ τοι αἰὼν φϑινέτω Od. 5, 160, κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών 152; ψυχῆς τε καὶ αἰῶνός σε εὖνιν ποιήσας 9, 523; αἰῶνα φϑινύϑω 18, 204. Oft Trag., μονάδ' αἰῶνα διάγειν Eur. Phoen. 1484; αἰῶνος στερεῖν Aesch. Prom. 864; μέτριος, τλήμων Soph. Phil. 179 O. C. 1734; ἄδακρυν αἰῶνα νέμεσϑαι Pind. Ol. 2, 74; vgl. Xen. Cyr. 3, 3, 3; αἰῶνα τελευτῆσαι, sein Leben endigen, Her. 1, 32; διαφέρειν, hinbringen, 3, 40. – b) lange Zeit, Ewigkeit, μακρὸς αἰών Aesch. Suppl. 577, vgl. μακροὺς αἰῶνας ἔκειντο Theocr. 16, 43; ὁ δι' αἰῶνος χρόνος Ag. 540, u. allein δι' αἰῶνος, fortdauernd, Ch. 26; Soph. El. 1013; Arist. mund. 5 und andere Prof.; εἰς πάντα τὸν αἰῶνα, für alle Ewigkeit, Lycurg. 106. Dah. die Ableitung von αἰὲν ὤν, Arist. coel. 1, 11. – 2) Rückenmark, H. h. Merc. 42; Hippocr.
См. также в других словарях:
οδύρομαι — (ΑΜ ὀδύρομαι και, για μετρικούς λόγους, δύρομαι) κλαίω γοερά, θρηνώ απαρηγόρητα, ολοφύρομαι, ολολύζω μσν. αρχ. πενθώ («ἵνα μηκέτ ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν αἰῶνα φθινύθω», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύρομαι (< *ὀδυρjομαι) ανάγεται πιθ. στην ρίζα *ed… … Dictionary of Greek
φθίνω — ΝΜΑ, και φθίω και κρητ. τ. τ. ψίνω Α 1. τείνω προς το τέλος, ελαττώνομαι συνεχώς, εκλείπω σταδιακά (α. «φθίνουσα πορεία» β. «φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.) 2. διέρχομαι το στάδιο τής παρακμής, παρακμάζω (α. «από τον 2ο μ.Χ. αιώνα η… … Dictionary of Greek